Φίλε, θυμήσου την επόμενη φορά που θάρθεις,
να αφήσεις μια ματιά εδώ παράμερα στο βούρκο της ψυχής μου,
να μη ξεχάσεις να βλαστημήσεις τη φτιάξη μας.
Ασε και ένα δάκρυ γοερό να ποτίσει τις ρίζες
για το δέντρο που θε να ανατείλει να γιομίσει καρπούς τον τόπο
και γεννήματα άσπαρτα, παρθένα.
Μη βιαστείς να αποσύρεις τη σκέψη,
με την απουσία ποτές δεν θα βρεις το ποθούμενο,
αυτό που αιώνες τώρα λαχταράς. Αυτό που φυλαχτό
σου κέντησε η μάνα σου να το φοράς κατάσαρκα,
όχι να σε φυλάει,αλλά οδηγό στη περπατησιά σου
να χεις, να σπέρνεις για να θερίσουν οι επόμενοι.
Τόσες ατέλεφτες σπιθαμές γης και το μπόι σου
να μη χωρά , να μη βολεύεται.
Ετσι ακατάδεχτο, περήφανο, με θαρρετή ματιά
να κουβανάς το λαβωμένο σαρκίο σου,
καταμεσής του κάμπου , που το βουνό το αψηλό
δεν αφήνει ανάσα για να πάρει.
Σαν χάροντας να σε θωρεί και σε και τα σπαρτά,
που να καρπίσουν προσμένουν.
Κορίτσα ασήμαντα, σπουδαία, μαυρισμένα,
βουτηγμένα στο λιοπύρι, με ποδιές μακρυές
ίσαμε τη γης, να χαϊδεύουν τις σοδειές τις νιές
που για θέρισμα δεν ειν καμωμένες αλλά για χάδια
μάνας και ερωμένης μαζί πλασμένες.
Ετσι να στέκεσαι ολόρθος σα γίγαντας αγαθός,
με το να μάτι στην Ανατολή και τ’άλλο τη Δύση να τηράει.
Μανάδες σπλαχνικές κι οι διό ,
καθώς αρματωμένες είναι, τα πανάρχαια παραμύθια ζωσμένες,
τη σοφία της ίδιας κι απαράλλαχτης ανθρώπινης ζήσης
με αδικία ζυμωμένης αλλά και μαγιά νωπή στο αίμα ποτισμένη
για να φουσκώσει το ποτάμι της ανείπωτης οργής.
Να παρασύρει προσκυνημένους στο διάβα του,
να καταπιεί καμπούρες βρωμερές, που το βλέμμα
μποδάνε να χαθεί στο απέραντο του οριζόντου μαβή,
καθώς ο ήλιος γέρνει να ξεκουραστεί
και τη σειρά του να δώσει στο νιό φεγγάρι
που τα όνειρα στην αγκάλη του κανακεύει.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...