Το μάγουλό σου ακουμπώ
και λιώνουν τα χιόνια όπως
η φτέρη στον αγέρα σκορπά.
Ανεμοβρόχι η ματιά σου
που τα έφτακτα μαλιά μου χαϊδέβει
καθώς το απόβραδο γέρνει
να αποκοιμηθεί.
.
Ήταν τότε που όλα γιομάτα με νοήματα
και αποθυμιές, με ελπίδες ανέσπερες
λαμπύριζαν, σαν δροσοσταλίδες βουτηγμένες
στο χάραμα.
Θυμάσαι που καθρεπτιζόσουν γυμνή
στο δρόσο της φθινοπωρινής αβγής
και το χρώμα της σκουριάς φεγγοβολούσε
στα στήθια σου πάνου?
.
Πάντα έτσι λαμπερή σε θυμάμαι
με ανάσες χιλιόχρονες βουτηγμένες
στο δάκρυ, να μαζώνεις μυρτιές
και αρμυρίκια που στα βρεχάμενα
πόδια σου πάνω χόρεβαν.
Και γω απόμακρα να σε θωρώ
με μιαν αναβάσταγη λαχτάρα
για μας, για σε.
.
Αφστηρή η φιγούρα σου
από πάντα έκρυβε αγάπες και
ερώτους αναρίθμητους
κι εγώ αποκαμωμένος μετρούσα
ίσαμε το δέκα.
Μην έρθεις να πλαγιάσεις στα
φρεσκοπλυμένα σεντόνια που σου ‘στρωσα,
δεν σου αξίζω.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...