Σάμπως να κοίταζες στα μάτια
τη ζωή να σου γελά θλιμμένα.
Σάμπως νάβαζες ένα ποτήρι μαύρο γάλα
στο τραπέζι για τον ξένο που θε ναρθεί.
Σάμπως νάκοβες το καρβέλι στα τρία,
ένα για το φίλο και διο για τον οχτρό.
Σάμπως να βάραγες το νταούλι
σε ήχους θαμπούς,
τα βήματά της στο φευγιό να οδηγείς.
Σάμπως νάκλαιγες,
γερμένος στο κατώφλι της βαριάς αυλόπορτας,
με το κεφάλι στα σκέλια ανάμεσα.
Σάμπως να χάραζες σταυρούς
στη ρίζα στ’αγιόκλημα ναγιάσει.
Σάμπως να άκουγες χάχανα παιδιών,
που ξυπόλητα παίζουν με τη ψυχή στο στόμα
μη και το παιχνίδι τελειώσει.
Σάμπως ν’αρμένιζες θάλασσες πλατιές
και σειρήνες να νανούριζαν το στεγνό κορμί σου.
Σάμπως ν’αγάπαγες τη ζωή και τους ανθρώπους,
σάμπως νάταν όλα αλήθεια.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...