Μέσα απ’ ένα πετράδι είδα τη ζωή αλαφιασμένη,
δαρμένη, με κουρέλια πολύχρωμα ντυμένη
να παλεύει με τον θάνατο.
Μέσα απ’ ένα κόκκινο πετράδι,
στο αίμα των αθώων βουτηγμένο,
με λαβωματιές πελώριες σα χαράδρες
που τον κόσμο στα διο σκίζουν.
Κι ύστερα,
όλα ανάκατα να τριβελίζουν το νου,
με κοράλλια από το βυθό της θάλασσας,
που αστράφτουν στο γυμνό φέγγος της νυχτιάς,
δεμένα με το ασημί της αρμύρας
που κοιμάται στην αγκαλιά του φεγγαριού.
Μέσα από τα σμαραγδιά μάτια ενός λύκου,
είδα το θήραμα να ζητιανεύει για λίγη συμπόνια,
να παλεύει,
μη τυχόν και κατασπαραχτεί χωρίς μάχη
παραδομένο νικημένο από τα πριν.
Μέσα από το φιλντισένιο κορμί της γυναίκας
είδα τους ερώτους να νταριάζονται,
να κυκλώνουν βουνά παντέρμα,
να κάμουν παρέα με το πούσι
που πλακώνει τη νύχτα τις ζωές,
καθώς διαβαίνει ανέμελο
μέσα στις νυσταγμένες φυλλωσιές.
Μονάχα αυτό, μια κουκουβάγια, και μια νυχτερίδα
παραφυλάνε το σκοτάδι μη και ξεμείνει για πάντα
και πνίξει τον ηλιάτορα τον αδερφό της νύχτας.
Πελώρια βαριά σύγνεφα σκεπάζουν τη θωριά μου,
που μάταια γυρεύει σοκάκι να διαβεί,
να σεργιανίσει ανάμεσα γης και ουρανό,
πάνω και πέρα από ματαιοδοξίες ανήθικες,
αληθινές, υπαρκτές, ζώσες.
Και ένα πνιχτό κλάμα
σβήνει το ουρλιαχτό μου
πριν καλά καλά ακόμα βγεί
απ’ το παντοτινά κλειστό μου στόμα.
Αλίμονό μου αν καταδεχτώ τη ράτσα μου
τη μαγαρισμένη, από γλώσσες που μοναχά γλύφουν
δίχως δόντια να δαγκώνουν
…………………….Αλίμονό μου.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...