Μιλάς για τις βιολέτες σου σα ναναι παιδιά σου
και βγάνουν τα μάτια σου φωτιές.
Ενας αητός ταξιδεύει καταμεσής στις κόχες τους,
αηδόνια του κάνουν παρέα στη ποδιά σου
σμίγουν αγκαλιαστά στα μισάνοιχτα χείλη σου,
και συ σκαλίζεις εφτυχισμένη τη τρύπια ζακέτα σου.
Λίγο πιο κει οι βιολέτες μωβίζουν από ντροπή,
ακούν τον ζητιάνο με το ακορντεόν και φοβούνται την ανείπωτη χαρά.
Ονείρατα ανθίζουν στα ξέπλεκα μαλλιά σου, κατηφορίζουν στα στήθια σου
πουναι πλημμυρισμένα στο γάλα της λεφτεριάς.
Μιας άλλης εκδοχής του αέναου έρωτα με τη φύση, με τη ζωή, με το θάνατο.
Κι εγώ του κάκου παλεύω να μπω σ’αυτόν τον ανήθικο χορό
να στροβιλιστώ με γυμνά ποδάρια στου μυαλού σου τα μονοπάτια
σακατεμένος μέσα στη (γνώση) την λαμπρή,
εξαρτημένος και παραδομένος στο αποδεχτό, στο πρέπον.
Γαμώ τη μιζέρια μου…..πόσο ζηλεύω τη φτώχεια σου…..
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...