Περπατάω στο δρόμο και το βλέμμα ντρέπεται να ξεμακρύνει, πως γίναμε έτσι ρε γαμώτο. Ευτυχώς που έχω εσένα και τα λέμε, ευτυχώς που έχω εμένα και σε ακούω. Συνεχίζω να περπατάω. Άκουσα ότι φεύγει ένα λεωφορείο μια στο τόσο μυστικά από τον μεγάλο δρόμο, ξέρεις αυτόν που παλιά ήταν γεμάτος και τώρα είναι άδειος. Φεύγει λέει και πάει σε ένα χωριό που δεν το έχει πιάσει ακόμα ο φόβος. Είναι μυστικό, πολύ λίγοι το ξέρουν, εκεί πάω και γω, μπας και το προλάβω.
Συνεχίζω. Νιώθω βλέμματα να με παρακολουθούν, να με ριγούν, μάτια τρυπωμένα σε χαραμάδες πατζουριών, με κοιτάνε με φόβο, ίσως να με ζηλεύουν, δεν ξέρω, εγώ θα πάω πάντως, δεν λοξοδρομώ.
Να σου πω τι μου έχει λείψει πολύ; Η θάλασσα, αχ η θάλασσα. Είμαι ερωτευμένος μαζί της. Πάντα από μικρός όταν έφτανα στην θάλασσα κοντά ένοιωθα ένα κουβάρι, θολός. Έπαιρνα φόρα και βούταγα μέσα σαν να ήταν τελευταία φορά, μου τα ’παιρνε όλα, με έλυνε, λύτρωση. Τι όμορφη που είναι η θάλασσα, το κόλπο είναι όταν βουτάς να πάρεις φόρα από πριν, έτσι να μπεις, να χωθείς μέσα με ορμή και μόλις μπεις σταματάς να κινείσαι, δεν χρειάζεται πια, σε πάει μόνο του το νιώθεις, γαλήνη, πραότητα, τρία δευτερόλεπτα παραδομένος σε μια άλλη διάσταση, εκεί είναι που σκέφτεσαι να μπορούσες να πιέσεις ένα μικρό πλήκτρο στο ρολόι και να έκανες το χρόνο να σταματήσει για λίγο, για λίγο ακόμα. Κάθε φορά ήταν σαν πρώτη και ξανά και πάλι και τίποτα και όλα, θυμάσαι;
Και τώρα νιώθω ότι έχει σταματήσει ο χρόνος, αλλά τώρα είναι αλλιώς, όχι όπως στη θάλασσα, εδώ έχει παγώσει, έχει πεθάνει, έχει μια εκκωφαντική ησυχία που σε πνίγει, ο αέρας φυσάει αλλά δεν ακούγεται πια, δεν έχει ούτε μυρουδιά, λες και ο χρόνος βαρέθηκε να αλλάζει σελίδες, μένει στην ίδια και επιμένει μηχανικά πλέον, πρέπει κάποιος επιτέλους να πάει να του την σκίσει αυτή τη γαμημένη σελίδα, να δω τότε τι θα κάνει.
Τα παπούτσια μου έχουν λιώσει από το περπάτημα, το δεξί έχει κάνει μια μικρή τρύπα, άμα είμαι τυχερός και βρω καμιά γωνιά που έχει φυτρώσει κάνα γρασίδι παράνομα, πάω από πάνω προσποιούμενος τον αδιάφορο και το χαϊδεύω μέσα από την τρύπα της σόλας με την πατούσα μου, κλέβω λίγο δροσιά, παίρνω λίγο ζωή.
Πιο πολύ απ όλα όμως σου άρεσε να περπατάς ξυπόλυτος στην άμμο, θυμάσαι;
Κ πώς να ξεχάσω, ευτυχώς πριν την απαγόρευση είχα πάει κρυφά και γέμισα ένα κουτί παπουτσιών, αυτό από τα τρύπια, το γέμισα μέχρι απάνω με άμμο και την πήρα σπίτι να την κρύψω, την έκρυψα καλά και μερικά βράδια το ανοίγω και το μυρίζω, τι όμορφα που είναι. Θα σου πω και κάτι άλλο που δεν το ξέρει κανένας, κάποιες νύχτες, την ρίχνω στο πάτωμα και την απλώνω, ψεκάζω και μια ιδέα νερό από πάνω. Μετά κλείνω τα μάτια μου με την παλαιστινιακή μαντίλα και περπατώ πάνω της, γύρω γύρω, αλήθεια, εκεί μένω για λίγο, εκεί νοιώθω ελεύθερος για λίγο. Αυτό δεν το λέω σε κανέναν γιατί φοβάμαι ότι θα μου τη πάρουν, δεν θα τους αφήσω να μου την πάρουν, στο υπόσχομαι.
Η άμμος είναι πολύτιμη τώρα, χώμα μπορείς να βρεις, όχι όμως άμμο. Ακόμα και το χώμα αυτό είναι νεκρό, αν μπορούσες να φυτέψεις μέσα ένα τριαντάφυλλο θα του έπεφταν τα αγκάθια σίγουρα και θα γινόταν κάτι άλλο, σαν τριαντάφυλλο αποκλείετε να ζούσε. Είναι ωραία τα τριαντάφυλλα, σαν την γαρδένια δεν είναι, αλλά είναι ωραία, έχουν και αγκάθια.
Τα χελιδόνια τα θυμάσαι; Ερχόντουσαν σαν απρόσκλητοι συγγενείς, τους περίμενα κάθε χρόνο να τα πούμε με τα μάτια, εγώ τους πρόσεχα τη φωλιά στο περβάζι και αυτά έρχονταν γεμάτα δώρα, κουβαλούσαν χαρά, αλλά από ότι είπαν οι άλλοι αυτό έπρεπε να τελειώσει, ήταν αποδημητικά τα χελιδόνια. Ήθελαν τα πατάξουν το μεταναστευτικό πρόβλημα τότε και τα πήρε και αυτά η μπάλα, θυμάσαι;
Συνέχισα να περπατάω μέχρι που έφτασα δίπλα από το παλιό σιντριβάνι, εκεί που τα ρομά βούταγαν μέσα να δροσιστούν, δεν τους ένοιαζε αν θα τους δουν και τι θα πουν, έβλεπες στα μάτια τους ότι δεν τους έλειπαν αυτά που δεν είχαν, το είχαν πιάσει το νόημα αυτά από τότε, ζούσαν. Πρέπει να σταματήσω να το αναφέρω σαν σιντριβάνι, δεν είναι σιντριβάνι πια αφού δεν έχει νερό, είναι κάτι άλλο, πρέπει να βρω μία λέξη γι αυτό να μην μπερδεύομαι.
Σε λίγο φτάνω, λες να είναι αλήθεια εκεί και να με περιμένει να ανέβω; Αν είναι εκεί, είμαι σίγουρος ότι το οξυγόνο θα πάρει αμέσως γεύση ξανά, τι γεύση που είχε παλιά. Εκεί στο χωριό άκουσα ότι έχει ακόμα και γάλα, κανονικό γάλα όχι αυτή τη σκόνη που δίνουν τώρα, με γεύση, το παλιό. Τι ωραία που θα είναι άμα έχει και γάλα. Υπάρχουν μέρες που νιώθω τόσο πολύ την ανάγκη να πιω, φανταζόμουν ότι κάπως έτσι πρέπει να νιώθουν τα έμβρυα τις μέρες που τρέφονται μόνο από αυτό, αυτό που τους στυλώνει.
Ένα στενό έμεινε, ένα στερνό. Έφτασα.
Μήπως έκανα λάθος και βγήκα αλλού; Όχι σωστά ήρθες, εδώ είναι το σημείο δε θυμάσαι;
Δεν υπάρχει κανείς, είναι το ίδιο, το ίδιο απόν. Ίσως τους έπιασαν ή μπορεί να το προγραμμάτισαν για την Τρίτη τελικά. Ποιος ξέρει. Τώρα τι κάνουμε; Θα σου πρότεινα να περάσουμε από το νεκροταφείο να χαζέψουμε την ωραία κοιμωμένη, αλλά δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι ξύπνησε και έφυγε.
Δεν πειράζει, θα έρθω αύριο πάλι, μόνο που αύριο ελπίζω να μη θυμάμαι.
Άμα δε θυμάσαι κάτι νομίζω δεν θα σου λείπει πια, ίσως έτσι σταματήσει ο πόνος, ίσως έτσι ξεκινήσει ο χρόνος.