Φθισική η πνοή του φτερούγιζε, θαλερή η θωριά του ατένιζε ομπρός.
Βλαμμένα τα σωθικά του από γιατρικά, οινοπνέβματα και αναθέματα
τη λύτρωση καρτέραγαν.
Κάπως έτσι, γερμένος πλάι σε μια τοσοδούλα μυρτιά, σκεβόνταν
γυναίκες, παιδιά, προγόνους, το ανθρώπινο γένος ολάκερο.
Θύμησες από μέρη αλαργινά δεν είχε, ποτές του δεν ταξίδεψε
κι όμως η παντάνασσα γης στροβιλίζονταν γύρω του ολημερίς,
λαμπιόνια στολισμένη και ένα μεγάλο άστρο στα στήθια φορεμένη.
Με κακοφορμισμένες πληγές στα τέσσαρα άκρα,το μόνο
που τούχε απομείνει ήταν το μυαλό, μονάχα μαφτό πορέβονταν
τώρα πια, το φρόντιζε νάναι καθαρό από ζιζάνια και λιμνάζοντα
νεκρά ύδατα.
Είχε αιώνες τώρα μαζώξει εμπειρίες, θύμησες, γνώσεις, αγάπες,
τα μίση τάχε αφήσει απόμερα οξών από κείνο το Αγιο που στέμμα
στη κεφαλή φορούσε και λάμπανε κείνα τα ορθάνοιχτα πονεμένα
μάτια, βγάνανε φωτιές, που την πλάση ολάκερη μπορούσαν
να ζεστάνουν, τώρα που ο ήλος φωτοδότης είχε αποκάμει πια.
Μη και τον είδατε να σκύβει εβλαβικά πάνω από μια μάνα
που γεννά?
Μη και τον αφουγκραστήκατε να συντρώγει με έναν αετό?
Μη και τον ακούσατε να συνταιριάζει με τους λύκους
αλυχτώντας ?
Εγώ κάποτε τον απάντησα σε όρος αψηλό να παίζει με
τα σύγνεφα,να αλλάζει θέσεις στα αστέρια τη νυχτιά
και γύρω γύρω παιδιά, μυριάδες παιδιά να χαχανίζουν
ανέμελα.
Τον είδα σας λέω , τον είδα,μονάχα από μακρυά, δεν
μπορούσα να τον φτάσω, τι να κάμω ήταν βλέπεις
Ανθρωπος.
.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...