Μορφές ανθρώπων ιλαρών
μέσα στη πάχνη του φόβου.
Ανάσες πολύτιμες γιομάτες πίστη
και λάβαρα αφιονισμένα πλημμυρισμένα μίσος.
Σεργιάνι ατελεύτητο, πάνου κάτου
νυφοπάζαρο ψυχών μονάχων, πάνου κάτου.
Πουλιά αφτέρουγα μπουσουλάν
τα σπόρια να μαζώξουν πριν του φέγγους το γειτόνεμα.
Ποιός έκατσε δω να σιμά μας?
Κανείς δε νοιάστηκε,
κανένας δεν τόλμησε να αποστρέψει βλέμμα και νου από τη λήθη.
Κει μέσα βουτηγμένοι με ανημπόρια θαρρετή
ωσάν παράσημο αντρειωμένου,
λυγάμε σίδερα,δεσμά να φτιάσουμε,
φωτιές πελώριες να τ’ ατσαλώσουν,
να κλείσουν κάθε χαραμάδα προς το φως.
Ανείπωτη η θλίψη,
χιλιοειπωμένο το χαχάνισμα μικρών, ασήμαντων,
που θεριά θε να γεννούν.
Αμάραντες μνήμες σκαλισμένες σε σπηλιές άφωτες
μη τυχόν και έβρουν τη τύχη να ξαναειδωθούν.
Ονείρατα ξεχασμένα στη σκοτεινιά του κόσμου
παράμερα κείτονται αμαρτωλά,
προσμένοντας την πόρνη με δάκρυ να τα σκουπίσει
να ανατείλουν, να σηκώσουν τον ήλιο αψηλά,
πάνω από την χλόη τη μυριστή
με τη στάλα δροσιάς που κυλάει σα δάκρυ στη γης.
Ξερατά με σάρκα
παλεύουν να σβήσουν φάρους χιλιόχρονους,
απαστράπτοντες στο ασήμισμα του πελάου,
κει όπου ο γλάρος τα λέγει με τα ψάρια μουρμουριστά,
στην αναπάντεχη νηνεμία των νερών.
Δεν ξεύρω γιατί, ούτε το πως, ούτε το πότε.
Ενα μονάχα ξεύρω.
Θαρθεί ο καιρός της Ανάστασης,
βασταζόμενης από μυριάδες Χριστούς χαρούμενους
χωρίς αλυσίδες στα πληγιασμένα πόδια.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...