Αφτερος, Ασήμαντος, Ασφαιρος, Απαίδευτος,
μα Καρδιακός,
περιδιαβαίνω τις μεγάλες λεωφόρους της πόλης
με τα νεκρά φώτα.
Εκεί όπου άλλοτε οπλές αλόγων
αφάνιζαν στρατιές μυρμηγκιών,
τώρα απάνθρωπα αμάξια ανθρωποειδών
παρασέρνουν ορδές αλλοθρήσκων,
με διό πόδια, δέκα δάχτυλα,
σε πείσμα του δωδεκαδάχτυλου,
με άλλα δέκα πλασμένα για χάδια κι αγκαλιές,
με χίλιους πόνους, μια χαρά, και μύριες θύμησες,
στο θάνατο και στην αθανασία.
Μαρμαρωμένα περιστέρια
περιμένουν στο φέγγος τον κουλουρά,
να ξελοιμάρει το σουσάμι,
απ της εργατιάς το προσφάι,
κλέβοντας μαζί μ’αυτό της Ειρήνης την ψυχή,
που ικετεύει παράμερα για λίγη συμπόνια.
Δεμένα πισθάγκωνα τα μάρμαρα του Παρθενώνα
ουρλιάζουν στη θέα των σκλάβων.
Τους καλούν σιμά τους να τα σμιλέψουν,
να χύσουν λίγο από το αίμα τους, να δώσουν χρώμα,
στο λευκό του γαλανού ορίζοντα.
Σκλάβοι των μαρμάρων, του Χριστού μας και του κουλουριού.
Ηγεμόνες μυρμηγκιών, παραδομένοι ζωημπαίχτες,
άβουλοι, άκαρδοι και φθισικοί συνάμα.
Αυτό είμαστε, ώσπου να γίνουμε εμείς τα μάρμαρα,
οι φάροι, το ποτάμι, το σκαρί, η θάλασσα, το φτάσιμο στη λέφτερη Ιθάκη.
Γιατί, εξόν απ’ το ταξίδι, αυτό που μετράει είναι και ο προορισμός.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...