Σεργιανάς σαν μια κουκκίδα στον χρόνο. Και να σου τα καλοκαίρια και να σου οι χειμώνες. Όλα σαν μια πολύ καλά τυλιγμένη καλούμπα, γεμάτη μπλεγμένες χρωματιστές κλωστές. Χρωματιστές σαν τις καιρομπογιες, μπλεγμένες σαν τις ζωγραφιές που σου άρεσε τόσο να κάνεις. Ένα καλοκαιρινό σύννεφο, μια βραδινή πορεία σαν τα αστέρια, μια βροχή εκεί στα μέσα του Αυγούστου, να ξεθυμαίνει την πυρωμένη γη, να ξεδιψάει την στέρφα νιότη.
Καιρομπογιές λένε τα παιδιά σωστά πριν αλλάξουν, πριν τους διορθώσουν τα χρόνια που τους προφταίνουν. Καλά τις λένε, γιατί αυτό που κάνουν τελικά, είναι να δίνουν χρώμα και να αλλάζουν τους καιρούς. Ο Καιρός, γέννημα της μεγάλης ένωσης του Ήλιου με έναν λεπτοδείκτη, γεννήθηκε θαρρείς, για να μπορεί να ελέγχει τον καιρό και τον χρόνο. Γι’ αυτό έγιναν χρόνια οι καιροί και οι καιροί μας χιόνια.
Τα παιδιά, ξεκινάνε πάντα με ένα προβάδισμα μερικών χρόνων, όμως ο χρόνος, τρέχει πιο γρήγορα από αυτά και επιταχύνει μέχρι να τους φτάσει. Άλλες φορές αργεί να τους πιάσει και λαχανιάζει, ενώ άλλες τους μαγκώνει πριν καλά καλά μάθουν να τρέχουν. Εκείνη την στιγμή λοιπόν, που ακουμπιούνται στην αρένα και τρέχουν δίπλα δίπλα, η καιρομπογιά γίνεται κηρομπογιά. Αλλάζει όνομα, αλλάζει νόημα, αλλάζει χρώματα.
Μετά την κηρομπογιά, ο χρόνος πορεύεται μαζί τους για πολλά χρόνια, μέχρι να αποφασίσει ότι πρέπει να ξεχρεώσουν το αρχικό προβάδισμα που τους είχε κεράσει, και να περάσει μπροστά. Το πόσο θα κάτσει πλάι τους, εξαρτάται από το πόσο καλά περνάει μαζί τους όταν είναι εκεί. Όταν αρχίσει να μην περνάει καλά, τότε είναι που φεύγει μπροστά, αλλάζουν οι ρόλοι και αρχίζουν να τον κυνηγάνε αυτοί.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια μου μύριζαν οινόπνευμα και τσιγάρο. Και να σου το λιγόστεμα στις ώρες, και να σου το κατσάδιασμα στις βάρκες. Όλα ντοπαρισμένα σαν μια αυθόρμητη εφηβική ορμή. Και να σου οι ιδρώτες και να σου οι ενώσεις, να αυγατίζουν τις συνιστώσες μου σαν μία μεγάλη πυροτεχνουργική λάμψη.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια μου μύριζαν θάλασσα και βρεγμένο χώμα. Και να σου τα φεγγάρια και να σου τα πετάγματα. Όλα καλοφτιαγμένα όνειρα σαν μια αυθόρμητη παιδική φυγή. Και να σου τα χαμόγελα και να σου οι διαπιστώσεις, να αυγατίζουν τις συνιστώσες μου σαν μία μεγάλη πυροτεχνουργική λάμψη.
Μα τράπουλα μοιρασμένη στα τέσσερα, διο μαύρα και διο κόκκινα τα φύλλα μου, απλωμένα στις τέσσερις άκρες, για την άχαρη επιμονή της χαρτοπαιξίας. Άχαρη γιατί τινάζει από πάνω της τους κανόνες, επίμονη γιατί σου δίνει την αίσθηση ότι δεν θα σταματήσει ποτέ. Και να σου τα παιχνίδια, και να σου οι μπογιές, και να σου οι καιροί.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...