Μοιραίοι, έρμαιοι μιας άμοιρης μοίρας.
Φαρμακωμένοι με το φαρμάκι της ντροπής,
μιας φυλής ντροπιασμένης από τα μέσα,
από τα ίδια της τα σπλάχνα.
Αποδιωγμένοι απ’ τις μανάδες μας σαν παραπαίδια,
ανήμποροι να βαδίσουμε,ζωσμένοι τις αλυσίδες του νου.
Παραδομένοι στην αφέντρα κακοτυχιά μας σουλατσάρουμε,
άφωνοι, άβουλοι, αβέβαιοι, (α)νθρωποι.
Στοιβαγμένοι σ’ένα σωρό, μ’ένα μαντήλι στη μύτη μην αντέχοντας τη βρώμα μας.
Ζωσμένοι τη καμπούρα,τα έρμα μιας ξεχασμένης νιότης,
που ψάχνοντας μάταια να αναδυθεί γίνεται βάρος.
Ζητιαναρέοι μιας άλλης ζωής,αλλοτινής, αταίριαστης, απαστράπτουσας,
ωσάν λευκής χιόνος.
Μάταιοι, μα και μικρόκαρδοι μεσ’ στην ακαρδοσύνη μας,
πολεμάμε το εγώ μας.
Για ποιον? ..Για το εμείς…?..αφού εγώ είμαστε μεις…
Ικέτες μιας λύπης θλιμμένης.
Γιατρευτές μιας πληγής κακοφορμισμένης,που τρώει τα σωθικά μας.
Βαδιστές στο αδιάβατο μονοπάτι γελοίων ονειρώξεων,
ανήμπορων έστω και στην άθλια διαδικασία αναπαραγωγής.
Μιας αναπαραγωγής άχρηστης που στερείται παραγωγής.
Ετσι ζούμε, στοιχειωμένοι, και περιστοιχισμένοι από άγρια ρόδα,
από αρώματα και μνήμες αλλοτινές, ξεχασμένες……. μοιραίες.
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...