Ο πρώτος ήταν κείνος ο γιατρός, ο μάμος που με ύφος 1.000 καρδιναλίων νόμιζε ο άμοιρος ότι είχε ξεπεράσει την ίδια την φύση. Ηταν ο κύριος ΕΓΩΣ. Μοναχά η Μάνα μου εκεί μέσα ήταν η κυρία ΕΜΕΙΣ…… αυτή και γω.
Ετσι πορεύτηκα, πότε πότε τον έβλεπα μέσα μου, ειδικά όταν έπαιζα και ήθελα να μουν ο νικητής, μόνο που δεν ήξερα ο τρόμπας πως ο νικητής έχει απόλυτη ανάγκη τους νικημένους. Αργότερα τον ξαναβρήκα στο πρόσωπο κάποιων δασκάλων, που ανήμποροι να μεταδώσουν γνώση, αρκούνταν στην αψηλή έδρα και στη μοναξιά της.
Οσο περνούσε ο καιρός τόσο ο κύριος ΕΓΩΣ ξεπρόβαλε μπροστά μου, σαφρακιασμένος γερασμένος, μονάχος μέστη βουή του πλήθους. Περιδιάβαινε ζητιανεύοντας λίγη συντροφιά, ώσπου νόμισε ότι την βρήκε. Εφτιαξε ένα ψεύτικο ΕΜΕΙΣ, το στόλισε με μπριλάντια και ζαφείρια και κλείστηκε εντός του. Εβανε μέσα και ανθρωπάκια, τα βανε να χαμογελάνε χαζοχαρούμενα, ειδικά όποτε τον έβλεπαν.Μόνο που εκείνος μάταια προσπαθούσε να κάνει αυτή την γκριμάτσα.
Μιαν ημέρα ο κύριος ΕΓΩΣ γνώρισε έναν άλλον κύριο ΕΓΩ ίδιον και απαράλλαχτο μάυτόν,έκαναν παρέα, τα βρήκαν αμέσως…τι είχαν να χωρίσουν άλλωστε….? Φτιάνανε χαμογελαστά ανθρωπάκια και πορεύονταν αντάμα, και όλο και φτιάνανε χαμογελαστά ανθρωπάκια για ανύψωση του εγώ. Για αληθινό σύντροφο βέβαια ουδείς λόγος ένεκα που θα ήταν αντίθετος στο εγώ του κυρίου ΕΓΩ.
Γοργά διάβαινε ο καιρός οι ΕΓΟΙ είχαν γίνει καμιά χιλιάδα και τα χαμογελαστά ανθρωπάκια πολλά εκατομμύρια. Και όσο τα ανθρωπάκια μεγάλωναν άρχιζαν να μοιάζουν στους ΕΓΟΥΣ στη γκριμάτσα.Γιατί να γελάν άλλωστε όταν τα αφεντικά ήσαν αγέλαστα?
Πρώτη φορά ήταν που τα ανθρωπάκια άρχισαν να αναρωτιούνται για την γκριμάτσα τους, την θεωρούσαν δεδομένη, και όμως έβλεπαν ότι δεν είχε καμιά απήχηση στους ΕΓΟΥΣ. Δεν είχαν λόγο ύπαρξης πια, γιατί πίστευαν όλο αυτό το καιρό ότι υπήρχαν για να κάνουν τους ΕΓΟΥΣ να γελάσουν. Ο καιρός περνούσε και όλο και περισσότερα ανθρωπάκια γίνονταν σκυθρωπά. Αξαφνα οι ΕΓΟΙ αρχίνισαν να γελάνε, στη θέα των σκυθρωπών ανθρωπακίων κατουριόνταν στα γέλια… και δώστου χάχανα και πειράγματα απ’ τους ΕΓΟΥΣ. Εφτυχισμένοι πια οι ΕΓΟΙ περιδιάβαιναν από ψηλά, κουσκουσάριζαν και ξεκαρδίζονταν.Ηταν πλέον φαεινότερο ηλίου … το γέλιο των ΕΓΩΝ ήταν άρρηχτα συνυφασμένο με τη δυστυχία των ανθρωπακίων. Τότες ήταν που τα ανθρωπάκια κατάλαβαν, τότες ήταν που είδαν τους τερατόμορφους ΕΓΟΥΣ στα μάτια χωρίς φόβο, τότες ήταν που ένοιωσαν το πρόσωπό τους να αλλάζει και από χαζοχαρούμενο να πλημμυρίζει από κείνο το άγιο μίσος που κάνει εφτυχισμένους όλους τους ανθρώπους.
Τότες ήταν που ήρθε η Ανοιξη…………..
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...