Κάποτε, ήταν δύο συνομήλικοι φίλοι, ο Σωκράτης και ο Αχιλλέας. Οι δύο αυτοί φίλοι μεγάλωναν στην ίδια γειτονιά και μοιράζονταν απ το ίδιο σακούλι της στιγμές τους,, κυλιόντουσαν στα χορτάρια, γένναγαν παιχνίδια και πολέμαγαν φανταστικούς εχθρούς με τις σφεντόνες τους.
Μεγαλώνοντας, αχνοφαίνονταν όλο και πιο έντονα ότι τα κοινά βιώματα και η χημεία τους, είχε πλάσει τους χαρακτήρες τους, με πολλά κοινά χαρακτηριστικά, έτσι τα έβρισκαν σε πολλά, όμως όχι σε όλα! Η βασική τους διαφωνία ήταν πάνω στην κοσμοθεωρία που έχτισαν και έδινε γραμμή στα όνειρα τους, το κυνήγι για την ευτυχία και την ψυχική ευμάρεια.
Ο Σωκράτης φώναζε δυνατά ότι αυτό που ήθελε πιότερο ήταν να γνωρίσει τον κόσμο, να τον μάθει, να τον μελετήσει και να τον καταλάβει. Μέσα από αυτό το ταξίδι θεωρούσε ότι θα γεμίσει με τον καιρό ο ίδιος, θα ολοκληρωθεί.
Ο Αχιλλέας από την άλλη, δεν το ένοιαζε να κάνει τα ίδια, ούτε να ψηλαφίσει τα σκοτεινά σημεία του χάρτη, αυτός ονειρεύονταν να χτίσει τον δικό του κόσμο μέσα σε ένα όμορφο σπίτι, να τον φτιάξει από την αρχή, να πλάσει το όνειρο του και να το στεγάσει στον σπίτι του, μέσα από εκεί να ζήσει της ζωή του, μέσα σε ένα μικρό παράδεισο φτιαγμένο απ’ τα χέρια του, ένα ιδανικό περιβάλλον.
Καθώς ο χρόνος κύλησε και τα χρόνια πέρασαν ο Αχιλλέας και ο Σωκράτης χωρίστηκαν, μιας και ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του στην προσπάθεια να υλοποιήσουν όλα αυτά που είχαν στο μυαλό τους ακόμα σαν περιγραφές μόνο.
Ο Σωκράτης τελικά κατάφερε να ταξιδέψει τον κόσμο, να γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, να διαβάσει πολλά βιβλία και να ζήσει άλλους πολιτισμούς, από κοντά παίρνοντας την θέση του παρατηρητή κάθε φορά, έτσι ανέπτυξε και ένα φοβερό ερμηνευτικό ταλέντο, χωρίς ποτέ όμως να σβήσει εντελώς η δίψα του για την αναζήτηση, την αναζήτηση του κόσμου, την αναζήτηση του εαυτού του.
Ο Αχιλλέας από την άλλη τα κατάφερε εξίσου καλά σε σχέση με όσα φανταζόταν μικρός, έμεινε στο μέρος που τόσο αγαπούσε, έφτιαξε ένα σπίτι έτσι όπως το ονειρευόταν, έχτισε με τα χέρια του ένα κόσμο στα μέτρα του και στέγασε μέσα το παραμύθι του.
Τα χρόνια πέρναγαν, μέχρι που έφτασε η μέρα που ο Σωκράτης επέστρεψε από τα ταξίδια με μια μεγάλη βαλίτσα αναμνήσεις και εμπειρίες,,..γύρισε πίσω στο μέρος που μεγάλωσε, ο Αχιλλέας μόλις το έμαθε έτρεξε με λαχτάρα να τον συναντήσει.
Όπως και έγινε, μετά τις πρώτες αγκαλιές και τις ανταλλαγές πληροφοριών ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος :
Αχιλλέας: Έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό
Σωκράτης: Και εγώ θέλω να σου πω κάτι που το σκέφτομαι πολύ καιρό τώρα
Αχιλλέας: Ας ξεκινήσω εγώ, λοιπόν αυτό που ήθελα να σου πω είναι ότι τελικά παραδέχομαι ότι είχες δίκιο, δεν μπορείς να κλειστείς σε μια γυάλα και να μπορέσεις να νιώσεις πλήρης, αν δεν αναζητήσεις τον εαυτό σου μέσα από τις ψυχές άλλων ανθρώπων που θα συναντήσεις στο διάβα σου. Αν δεν εξερευνήσεις τον κόσμο, γιατί η ζωή είναι ταξίδι τελικά και το καταλαβαίνω τώρα, που έφτιαξα το σπίτι των ονείρων μου και τη ζωή που πάντα ήθελα, κατάφερα όλα όσα είχα αρχικά στο μυαλό μου, τα κατάφερα αλήθεια, αλλά ….
Σωκράτης: Αλλά τι;
Αχιλλέας: Αλλά το κενό δεν γέμισε ποτέ, αντί να μικραίνει αυτό μεγάλωσε με τον καιρό, η αίσθηση του ανικανοποίητου θέριεψε και απλώθηκε μαζί με την αυλή μου, γιαυτό πήρα την απόφαση να αφήσω το σπίτι μου και να σε ακολουθήσω στα ταξίδια σου, να μοιραστούμε μαζί τις υπόλοιπες στιγμές, να τα ξεφυλλίσουμε μαζί, έτσι όπως κάναμε παιδιά, να κάνω όσα έκανε και εσύ. Αυτά ήθελα να σου πω, εσύ τελικά τι ήταν αυτό που ήθελες να μου πεις;;
Σωκράτης: Ότι και εγώ νιώθω τα ίδια περίπου με εσένα παλιέ μου φίλε
Αχιλλέας: Αλήθεια ε; και εσύ τι θα ήθελες;
Σωκράτης: Το σπίτι σου ……
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...