Τα καρφιά μέσα στο δάκρυ έλιωναν
και ο σπαραγμός τραχύς, ανήκουστος
ίσαμε πέρα κει βοούσε
και αντιλαλούσαν τα ρουμάνια
κι έσκαζε ο βράχος απ’ το κύμα το βουβό
και ο αγέρας λυσσομανούσε πάνω στο θόλο,
που τρομαγμένος σε εμβρυακή στάση
μοιρολογούσε το στερέωμα.
Μέχρις κι οι πυγολαμπίδες σβήσαν
για να τρανώσουν τη θλίψη τους.
Ένα κερί μονάχο απόμεινε να ζεσταίνει
τα νεκρά ποδάρια
και μια στεντόρεια κραβγή να ουρλιάζει…
<Σταβρώσαν τον ληστή>
Κάνε Like στο:
Like Φόρτωση...